Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γνῶμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
View word page
γνωμοδοτέω
γνωμο-δοτέω
,
A).
give advice,
IG
12(7)
.
p.1
(Amorgos).
ShortDef
give advice
Debugging
Headword:
γνωμοδοτέω
Headword (normalized):
γνωμοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
γνωμοδοτεω
IDX:
22506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22507
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γνωμο-δοτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give advice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(7)</span>.<span class="bibl"> p.1 </span> (Amorgos).</div> </div><br><br>'}