Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοειδής
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοστροφεῖν
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλῶττα
γλωττήν
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
View word page
γλωσσοστροφεῖν
γλωσσο-στροφεῖν· περιλαλεῖν καὶ στωμύλλεσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλωσσοστροφεῖν
Headword (normalized):
γλωσσοστροφεῖν
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοστροφειν
IDX:
22446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22447
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλωσσο-στροφεῖν·</span> <span class="foreign greek">περιλαλεῖν καὶ στωμύλλεσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}