Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοειδής
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοστροφεῖν
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλῶττα
γλωττήν
γλωττίζω
γλωττικός
View word page
γλωσσός
γλωσσός
,
ή
,
όν
,
A).
talking, chattering
, Hdn.Gr.
1.208
.
ShortDef
talking, chattering
Debugging
Headword:
γλωσσός
Headword (normalized):
γλωσσός
Headword (normalized/stripped):
γλωσσος
IDX:
22445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22446
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλωσσός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">talking, chattering</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.208 </span>.</div> </div><br><br>'}