Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδιον
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοειδής
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοστροφεῖν
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
View word page
γλωσσοειδής
γλωσσο-ειδής, ές,
A). v. γλωττ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλωσσοειδής
Headword (normalized):
γλωσσοειδής
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοειδης
IDX:
22438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλωσσο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γλωττ-</span> .</div> </div><br><br>'}