Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκείδιον
γλύκειος
γλυκέλαιον
γλυκερός
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκή
γλυκήρατον
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
γλυκισμός
γλύκκα
γλυκόεις
γλυκύδακρυς
γλυκυδερκής
γλυκύδιον
View word page
γλυκή
γλυκή· βοτάνη τις ἐδώδιμος, Hsch. (Perh., = sq.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλυκή
Headword (normalized):
γλυκή
Headword (normalized/stripped):
γλυκη
IDX:
22350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22351
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλυκή·</span> <span class="foreign greek">βοτάνη τις ἐδώδιμος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh., = sq.)</div><br><br>'}