Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Αἰγυπτιώδης
Αἰγυπτογενής
Αἴγυπτος
αἰγωγαίαv
αἰγωλιός
αἰγών
αἰγῶνυξ
αἰγωπόμματος
αἰγωπός
αἰδάας
αἰδάνης
Ἀΐδας
αἰδέομαι
αἰδεσιμότης
αἴδεσις
αἰδεστέον
αἰδεστικός
αἰδεστός
ἀΐδηλος
αἰδημονικός
αἰδημοσύνη
View word page
αἰδάνης
αἰδάνης· διατρίβων ( Tarent.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰδάνης
Headword (normalized):
αἰδάνης
Headword (normalized/stripped):
αιδανης
IDX:
2232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰδάνης·</span> <span class="foreign greek">διατρίβων</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}