Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίττον
γλίχομαι
γλιχός
γλιχύτης
γλοηρὸν
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοποιέομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
View word page
γλοηρὸν
γλοηρὸν χαλκοῦν, dub. sens. in IG 2.716b6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλοηρὸν
Headword (normalized):
γλοηρὸν
Headword (normalized/stripped):
γλοηρον
IDX:
22324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22325
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλοηρὸν</span> <span class="foreign greek">χαλκοῦν</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.716b6 </span>.</div><br><br>'}