Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίττον
γλίχομαι
γλιχός
γλιχύτης
γλοηρὸν
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοποιέομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
View word page
γλιχύτης
γλιχύτης· ἀτυχὴς ἢ ἐπίπονος ἢ ἐρωτική, Hsch., cf. EM 234.25 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλιχύτης
Headword (normalized):
γλιχύτης
Headword (normalized/stripped):
γλιχυτης
IDX:
22323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22324
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλιχύτης·</span> <span class="foreign greek">ἀτυχὴς ἢ ἐπίπονος ἢ ἐρωτική</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, cf. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:234:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:234.25/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 234.25 </a>.</div><br><br>'}