γλίχομαι
γλίχομαι, only pres. and impf., exc. aor. 1
A). ἐγλιξάμην :— 241 cling to, strive after, long for, τινός ; 3.72 Αἰγύπτου (but 4.152 γ. περὶ ἐλευθερίης (s. v. l.)); 1.102 ταῦτ’ ἦν ὦν μάλιστ’ ἐγλίχετο ; 5.22 γ. τοῦ ζῆν Phd. 117a , ap. ; 4.2.24 κράτους Char. 26.1 : c. acc., Ep. 17 (dub.), Hipparch. 226e : folld. by a relat. clause, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ ; 141.7 ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι how thou shalt become general, : c. inf., 7.161 ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι ; 8.15 εἰδέναι Grg. 489d ; λέγειν ; 6.11 ἀποστερῆσαι ; 18.207 ζῆν ; 86.3 θιγεῖν D. 3.1 .—Not in Ep. or Trag.( γλῐ-: γλίχων [ῑ] is f.l. for γλήχων in Gr. 1.37 .)