Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλία
γλιᾶται
γλίνη
γλῖνος
γλίον
γλισχραίνομαι
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίττον
γλίχομαι
γλιχός
γλιχύτης
View word page
γλισχρολογέομαι
γλισχρο-λογέομαι,
A). squabble about trifles, Ph. 1.526 .


ShortDef

squabble about trifles

Debugging

Headword:
γλισχρολογέομαι
Headword (normalized):
γλισχρολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
γλισχρολογεομαι
IDX:
22313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22314
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλισχρο-λογέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">squabble about trifles</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:526" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.526/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.526 </a>.</div> </div><br><br>'}