Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γληχωνίτης
γληχωνοειδές
γλία
γλιᾶται
γλίνη
γλῖνος
γλίον
γλισχραίνομαι
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίττον
γλίχομαι
View word page
γλισχρεύομαι
γλισχρ-εύομαι,
A). to be close, stingy, M.Ant. 5.5 .


ShortDef

to be close, stingy

Debugging

Headword:
γλισχρεύομαι
Headword (normalized):
γλισχρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
γλισχρευομαι
IDX:
22311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22312
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλισχρ-εύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be close, stingy</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:5:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:5.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 5.5 </a>.</div> </div><br><br>'}