Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλάχων
γλέβα
γλευκαγωγός
γλευκάω
γλεύκη
γλεύκινος
γλευκίτης
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλεῦξις
γλημώδης
γλήν
γλήνη
γληνίς
γληνοειδής
γλῆνος
γληνῶσαι
γλήχων
γληχωνίτης
γληχωνοειδές
γλία
View word page
γλημώδης
γλημώδης, ες,
A). = γλαμυρός , Gal. 19.91 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλημώδης
Headword (normalized):
γλημώδης
Headword (normalized/stripped):
γλημωδης
IDX:
22293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλημώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γλαμυρός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.91 </span>.</div> </div><br><br>'}