Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλαυνός
γλαύξ
γλαυρόν
γλαύσσω
γλαφίς
γλάφῠ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλαφυρότης
γλάφω
γλάχων
γλέβα
γλευκαγωγός
γλευκάω
γλεύκη
γλεύκινος
γλευκίτης
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλεῦξις
γλημώδης
View word page
γλάχων
γλάχων [ᾱ], Dor. for γλήχων,
A). v. βλήχων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλάχων
Headword (normalized):
γλάχων
Headword (normalized/stripped):
γλαχων
IDX:
22283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22284
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλάχων</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, Dor. for <span class="foreign greek">γλήχων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βλήχων</span> .</div> </div><br><br>'}