Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαῦκος
γλαυκότης
γλαυκόφθαλμος
γλαυκοφόρβιδας
γλαυκοχαίτης
γλαυκόχροος
γλαυκόω
Γλαυκώ
γλαυκώδης
γλαυκώλενος
γλαύκωμα
γλαυκώπιον
γλαυκῶπις
γλαυκωπός
View word page
γλαυκοφόρβιδας
γλαυκοφόρβιδας·
ἵππους εὐγενεδτάτας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γλαυκοφόρβιδας
Headword (normalized):
γλαυκοφόρβιδας
Headword (normalized/stripped):
γλαυκοφορβιδας
IDX:
22260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22261
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλαυκοφόρβιδας·</span> <span class="foreign greek">ἵππους εὐγενεδτάτας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}