Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλαυκινίδιον
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαῦκος
γλαυκότης
γλαυκόφθαλμος
γλαυκοφόρβιδας
γλαυκοχαίτης
γλαυκόχροος
γλαυκόω
Γλαυκώ
γλαυκώδης
γλαυκώλενος
γλαύκωμα
γλαυκώπιον
γλαυκῶπις
View word page
γλαυκόφθαλμος
γλαυκόφθαλμος, ον,
A). = γλαυκόμματος , Dsc. 1.125 , Gal. 12.740 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλαυκόφθαλμος
Headword (normalized):
γλαυκόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
γλαυκοφθαλμος
IDX:
22259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλαυκόφθαλμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γλαυκόμματος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.125 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.740 </span>.</div> </div><br><br>'}