Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλάμων
γλάνις
γλανοί
γλάνος
γλάξ
γλαρίς
γλάσσα
γλαυκειοῦς
γλαυκηπόρος
γλαυκία
γλαυκόν
γλαυκιάω
γλαυκίδανον
γλαυκίδιον
γλαυκίζω
γλαυκινίδιον
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
View word page
γλαυκόν
γλαυκόν· βοτάνη τις (cf. γλαύκιον), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλαυκόν
Headword (normalized):
γλαυκόν
Headword (normalized/stripped):
γλαυκον
IDX:
22244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλαυκόν·</span> <span class="foreign greek">βοτάνη τις</span> (cf. <span class="foreign greek">γλαύκιον</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}