Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλάζω
γλαινοί
γλακτοπαγής
γλακτοφάγος
γλακτοφόρος
γλάματα
γλαμάω
γλαμός
γλαμυξιάω
γλαμυρός
γλαμψοί
γλαμώδης
γλάμων
γλάνις
γλανοί
γλάνος
γλάξ
γλαρίς
γλάσσα
γλαυκειοῦς
γλαυκηπόρος
View word page
γλαμψοί
γλαμψοί· χαλινοὶ στόματος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλαμψοί
Headword (normalized):
γλαμψοί
Headword (normalized/stripped):
γλαμψοι
IDX:
22232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλαμψοί·</span> <span class="foreign greek">χαλινοὶ στόματος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}