Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γλαγερός
γλαγόεις
γλαγοπήξ
γλάγος
γλαγότροφος
γλάζω
γλαινοί
γλακτοπαγής
γλακτοφάγος
γλακτοφόρος
γλάματα
γλαμάω
γλαμός
γλαμυξιάω
γλαμυρός
γλαμψοί
γλαμώδης
γλάμων
γλάνις
γλανοί
γλάνος
View word page
γλάματα
γλάματα· ἀστράγαλοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλάματα
Headword (normalized):
γλάματα
Headword (normalized/stripped):
γλαματα
IDX:
22227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22228
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλάματα·</span> <span class="foreign greek">ἀστράγαλοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}