Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γιλός
γίννος
γίνομαι
γίξαι
γλαγάω
γλαγέας
γλαγερός
γλαγόεις
γλαγοπήξ
γλάγος
γλαγότροφος
γλάζω
γλαινοί
γλακτοπαγής
γλακτοφάγος
γλακτοφόρος
γλάματα
γλαμάω
γλαμός
γλαμυξιάω
γλαμυρός
View word page
γλαγότροφος
γλᾰγότροφος, ον,
A). milk-fed, Lyc. 1260 .


ShortDef

milk-fed

Debugging

Headword:
γλαγότροφος
Headword (normalized):
γλαγότροφος
Headword (normalized/stripped):
γλαγοτροφος
IDX:
22221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλᾰγότροφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">milk-fed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1260 </span>.</div> </div><br><br>'}