Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γιγγρί
γιγγρίας
γίγνομαι
γιγνώσκω
γιζί
γιλός
γίννος
γίνομαι
γίξαι
γλαγάω
γλαγέας
γλαγερός
γλαγόεις
γλαγοπήξ
γλάγος
γλαγότροφος
γλάζω
γλαινοί
γλακτοπαγής
γλακτοφάγος
γλακτοφόρος
View word page
γλαγέας
γλᾰγ-έας· γεγαλακτωμένας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλαγέας
Headword (normalized):
γλαγέας
Headword (normalized/stripped):
γλαγεας
IDX:
22216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γλᾰγ-έας·</span> <span class="foreign greek">γεγαλακτωμένας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}