Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γιγγραντός
γίγγρας
γιγγρασμός
γιγγρί
γιγγρίας
γίγνομαι
γιγνώσκω
γιζί
γιλός
γίννος
γίνομαι
γίξαι
γλαγάω
γλαγέας
γλαγερός
γλαγόεις
γλαγοπήξ
γλάγος
γλαγότροφος
γλάζω
γλαινοί
View word page
γίνομαι
γίνομαι, γινώσκω,
A). v. γιγν- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γίνομαι
Headword (normalized):
γίνομαι
Headword (normalized/stripped):
γινομαι
IDX:
22213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γίνομαι</span>, <span class="orth greek">γινώσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γιγν-</span> .</div> </div><br><br>'}