Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γιγγλύμιον
γιγγλυμοειδής
γιγγλυμόομαι
γίγγλυμος
γιγγλυμώδης
γιγγλυμωτός
γιγγράϊνος
γιγγραντός
γίγγρας
γιγγρασμός
γιγγρί
γιγγρίας
γίγνομαι
γιγνώσκω
γιζί
γιλός
γίννος
γίνομαι
γίξαι
γλαγάω
γλαγέας
View word page
γιγγρί
γιγγρί, an abusive interjection, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γιγγρί
Headword (normalized):
γιγγρί
Headword (normalized/stripped):
γιγγρι
IDX:
22206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γιγγρί</span>, an abusive interjection, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}