Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Γιγαντοφόντις
Γιγαντώδης
γιγαρτίς
γίγαρτον
γιγαρτώδης
γιγαρτώνιον
Γίγας
γιγγίδιον
γιγγίς
γίγγλαρος
γιγγλίαν
γιγγλισμός
γίγγλος
γιγγλύμιον
γιγγλυμοειδής
γιγγλυμόομαι
γίγγλυμος
γιγγλυμώδης
γιγγλυμωτός
γιγγράϊνος
γιγγραντός
View word page
γιγγλίαν
γιγγλίαν· κάλυμμα κεφαλῆς ἐρεοῦν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γιγγλίαν
Headword (normalized):
γιγγλίαν
Headword (normalized/stripped):
γιγγλιαν
IDX:
22193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22194
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γιγγλίαν·</span> <span class="foreign greek">κάλυμμα κεφαλῆς ἐρεοῦν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}