Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Γιγαντολέτης
Γιγαντομαχία
Γιγαντόραιστος
Γιγαντοφθόρος
Γιγαντοφόνος
Γιγαντοφόντις
Γιγαντώδης
γιγαρτίς
γίγαρτον
γιγαρτώδης
γιγαρτώνιον
Γίγας
γιγγίδιον
γιγγίς
γίγγλαρος
γιγγλίαν
γιγγλισμός
γίγγλος
γιγγλύμιον
γιγγλυμοειδής
γιγγλυμόομαι
View word page
γιγαρτώνιον
γιγαρτ-ώνιον, τό, expld. by
A). unripe grapes, PLond. ined. 1821 .


ShortDef

unripe grapes

Debugging

Headword:
γιγαρτώνιον
Headword (normalized):
γιγαρτώνιον
Headword (normalized/stripped):
γιγαρτωνιον
IDX:
22188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γιγαρτ-ώνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, expld. by <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unripe grapes, PLond. ined.</span> <span class="bibl"> 1821 </span>.</div> </div><br><br>'}