Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γηροτροφία
γηροτρόφιον
γηρότροφος
γηροφορέω
γηρόω
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γηρωβοσκέω
γήτειον
γῄτης
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γηφοριών
γήχυτον
γία
Γιγάντειος
View word page
γηρωβοσκέω
γηρωβοσκέω, γηρωκομέω, etc.,
A). v. γηρο- . γηρωπίζεται· γεροντεύεται, Hsch. γήρως, v. γῆρας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γηρωβοσκέω
Headword (normalized):
γηρωβοσκέω
Headword (normalized/stripped):
γηρωβοσκεω
IDX:
22164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γηρωβοσκέω</span>, <span class="orth greek">γηρωκομέω</span>, etc., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γηρο-</span> . <span class="orth greek">γηρωπίζεται·</span> <span class="foreign greek">γεροντεύεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γήρως</span>, v. <span class="ref greek">γῆρας</span> .</div> </div><br><br>'}