γηρόκομος
γηρόκομ-ος, ον,(κομέω)
A). tending old age, χήτει γηροκόμοιο for want of one to tend one's age, Th. 605 ; ἃς δαίμων ἀντ’ ἐμέθεν ὤπασε γηροκόμους, i.e. daughters, Epigr.Gr. 536 (Tomi); χείρ γ. IG 3.1335 ; φροντίδες γ. H. 5.85 : in later Prose (written γηρωκόμος), AJ 1.13.3 , , 3.16 Decl. 49.25 .