Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γῆρας
γηράσιμος
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομέω
γηροκομία
γηροκομικός
γηρόκομος
γῆρος
γηροτροφέω
γηροτροφία
γηροτρόφιον
γηρότροφος
γηροφορέω
γηρόω
γηρυγόνος
γήρυμα
View word page
γηροκομικός
γηροκομ-ικός, , όν,
A). belonging to γηροκομία, Gal. 6.330 .


ShortDef

belonging to γηροκομία

Debugging

Headword:
γηροκομικός
Headword (normalized):
γηροκομικός
Headword (normalized/stripped):
γηροκομικος
IDX:
22150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γηροκομ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to</span> <span class="foreign greek">γηροκομία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.330 </span>.</div> </div><br><br>'}