Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γήποτος
γηράεις
γηραιός
γηραλέος
γήραμα
γηράμων
γηράναι
γηράνιον
γήρανσις
γηραός
γηράς
γῆρας
γηράσιμος
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομέω
γηροκομία
View word page
γηράς
γηράς,
A). v. γηράσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γηράς
Headword (normalized):
γηράς
Headword (normalized/stripped):
γηρας
IDX:
22139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γηράς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γηράσκω</span> .</div> </div><br><br>'}