Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γηπονέω
γήποτος
γηράεις
γηραιός
γηραλέος
γήραμα
γηράμων
γηράναι
γηράνιον
γήρανσις
γηραός
γηράς
γῆρας
γηράσιμος
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομέω
View word page
γηραός
γηρ-ᾰός, όν,
A). = γηραιός , IG 14.1721 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γηραός
Headword (normalized):
γηραός
Headword (normalized/stripped):
γηραος
IDX:
22138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γηρ-ᾰός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γηραιός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.1721 </span>.</div> </div><br><br>'}