Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηπονέω
γήποτος
γηράεις
γηραιός
γηραλέος
γήραμα
γηράμων
γηράναι
γηράνιον
γήρανσις
γηραός
γηράς
γῆρας
γηράσιμος
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
View word page
γηράναι
γηρ-άναι,
A). v. γηράσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γηράναι
Headword (normalized):
γηράναι
Headword (normalized/stripped):
γηραναι
IDX:
22135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γηρ-άναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γηράσκω</span> .</div> </div><br><br>'}