Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηπονέω
γήποτος
γηράεις
γηραιός
γηραλέος
γήραμα
γηράμων
γηράναι
γηράνιον
γήρανσις
γηραός
γηράς
γῆρας
γηράσιμος
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
View word page
γηράμων
γηρ-άμων· γράζα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γηράμων
Headword (normalized):
γηράμων
Headword (normalized/stripped):
γηραμων
IDX:
22134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γηρ-άμων·</span> <span class="foreign greek">γράζα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}