Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γῆμα
γημόριον
γημόρος
γήνεια
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηπονέω
γήποτος
γηράεις
γηραιός
γηραλέος
γήραμα
γηράμων
γηράναι
γηράνιον
γήρανσις
γηραός
γηράς
View word page
γήποτος
γή-ποτος, ον,
A). v. γάποτος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γήποτος
Headword (normalized):
γήποτος
Headword (normalized/stripped):
γηποτος
IDX:
22129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γή-ποτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γάποτος</span> .</div> </div><br><br>'}