Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γήλοφος
γῆμα
γημόριον
γημόρος
γήνεια
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηπονέω
γήποτος
γηράεις
γηραιός
γηραλέος
γήραμα
γηράμων
γηράναι
γηράνιον
γήρανσις
γηραός
View word page
γηπονέω
γη-πονέω, γη-πονία, γη-πονικός, γη-πόνος,
A). = γεωπ- , qq. v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γηπονέω
Headword (normalized):
γηπονέω
Headword (normalized/stripped):
γηπονεω
IDX:
22128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γη-πονέω</span>, <span class="orth greek">γη-πονία</span>, <span class="orth greek">γη-πονικός</span>, <span class="orth greek">γη-πόνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γεωπ-</span> , qq. v. </div> </div><br><br>'}