Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γηθέω
γηθία
γῆθος
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήθυον
γήινος
γηΐτης
γηλεχής
γηλιᾶσθαι
γήλοφος
γῆμα
γημόριον
γημόρος
γήνεια
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
View word page
γηλιᾶσθαι
γηλιᾶσθαι· κατέχεσθαι, Hsch. γηλουμένους· συνειλημμένους, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γηλιᾶσθαι
Headword (normalized):
γηλιᾶσθαι
Headword (normalized/stripped):
γηλιασθαι
IDX:
22117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22118
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γηλιᾶσθαι·</span> <span class="foreign greek">κατέχεσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γηλουμένους·</span> <span class="foreign greek">συνειλημμένους</span>, Id.</div><br><br>'}