Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεωργός
γεωργώδης
γεῶρες
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεώρυχος
γεωτομία
γεώτομος
γεωτραγία
γεωφανής
γεωφύλαξ
γεωχαρής
γῆ
γηγενέτης
γηγενής
γηγῆλιξ
γήδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
View word page
γεωφύλαξ
γεωφύλαξ,
A). v. γεῶρες .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεωφύλαξ
Headword (normalized):
γεωφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
γεωφυλαξ
IDX:
22097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22098
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεωφύλαξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γεῶρες</span> .</div> </div><br><br>'}