Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεώργημα
γεωργήσιμος
γεωργητέον
γεωργία
γεωργικός
γεώργιον
γεώργισσα
γεωργίτης
γεωργός
γεωργώδης
γεῶρες
γεωρυχέω
γεωρυχία
γεώρυχος
γεωτομία
γεώτομος
γεωτραγία
γεωφανής
γεωφύλαξ
γεωχαρής
γῆ
View word page
γεῶρες
γεῶρες· γεωφύλακες, Suid. (Cf. γειώρας.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεῶρες
Headword (normalized):
γεῶρες
Headword (normalized/stripped):
γεωρες
IDX:
22089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22090
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεῶρες·</span> <span class="foreign greek">γεωφύλακες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">γειώρας</span>.)</div><br><br>'}