Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γευματικός
γευνῶν
γεῦος
γεῦσις
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
γευστός
Γευστός
γευστρίνην
γεύστριον
γεύω
γέφυρα
γεφυρεργάτης
γεφυρίζω
γεφύριον
γεφυρισμός
γεφυριστής
γεφυροποιέω
γεφυροποιός
View word page
γευστρίνην
γευστρίνην· γαυλόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γευστρίνην
Headword (normalized):
γευστρίνην
Headword (normalized/stripped):
γευστρινην
IDX:
22033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22034
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γευστρίνην·</span> <span class="foreign greek">γαυλόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}