Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γεῦμα
γευματικός
γευνῶν
γεῦος
γεῦσις
γευστέον
γευστήριον
γεύστης
γευστικός
γευστός
Γευστός
γευστρίνην
γεύστριον
γεύω
γέφυρα
γεφυρεργάτης
γεφυρίζω
γεφύριον
γεφυρισμός
γεφυριστής
γεφυροποιέω
View word page
Γευστός
Γευστός
,
ὁ
, name of a month at Lamia,
IG
9(2).66
, al.
ShortDef
name of a month
that may be tasted
Debugging
Headword:
Γευστός
Headword (normalized):
γευστός
Headword (normalized/stripped):
γευστος
IDX:
22032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22033
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Γευστός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, name of a month at Lamia, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).66 </span>, al.</div><br><br>'}