Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἰγοθήλας
αἰγοθηρικός
αἰγόκερας
αἰγοκεριανός
αἰγοκέρως
αἰγοκέφαλος
αἰγόλεθρος
αἰγομελής
αἰγόμορον
αἰγονομεύς
αἰγονόμια
αἰγονόμιον
αἰγονόμος
αἰγόνυξ
αἰγόπλαστος
αἰγοπόδης
αἰγοπρόσωπος
αἰγόστασις
αἰγοτριχέω
αἴγοτριψ
αἰγοφάγος
View word page
αἰγονόμια
αἰγο-νόμια· αἰπόλια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰγονόμια
Headword (normalized):
αἰγονόμια
Headword (normalized/stripped):
αιγονομια
IDX:
2200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2201
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰγο-νόμια·</span> <span class="foreign greek">αἰπόλια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}