Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντοκομικά
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερούσιας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρρω
γέρσυμον
View word page
γερουσιάρχης
γερουσι-άρχης, ου, ,
A). president of Jewish elders, ib. 9902 (Rome).


ShortDef

president of Jewish elders

Debugging

Headword:
γερουσιάρχης
Headword (normalized):
γερουσιάρχης
Headword (normalized/stripped):
γερουσιαρχης
IDX:
22005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερουσι-άρχης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">president of Jewish elders</span>, ib.<span class="bibl"> 9902 </span> (Rome).</div> </div><br><br>'}