Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντοκομικά
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερούσιας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
γέρρον
γερροφόροι
γερροφύλαξ
γερροχελώνη
γέρρω
View word page
γερουσιακός
γερουσι-ακός
,
ά
,
όν
,
A).
of
or
belonging to the senate
,
χρήματα
CIG
3080
(Teos).
ShortDef
of or belonging to the senate
Debugging
Headword:
γερουσιακός
Headword (normalized):
γερουσιακός
Headword (normalized/stripped):
γερουσιακος
IDX:
22004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22005
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερουσι-ακός</span>, <span class="itype greek">ά</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to the senate</span>, <span class="quote greek">χρήματα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 3080 </span> (Teos).</div> </div><br><br>'}