Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντία
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντοκομικά
γεροντομανία
γερουσία
γερουσιακός
γερουσιάρχης
γερούσιας
γερουσιαστής
γερούσιος
γερράδια
View word page
γεροντοειδής
γεροντο-ειδής, ές,
A). like an old man, Eust. 1923.63 .


ShortDef

like an old man

Debugging

Headword:
γεροντοειδής
Headword (normalized):
γεροντοειδής
Headword (normalized/stripped):
γεροντοειδης
IDX:
21999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22000
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεροντο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like an old man</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1923:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1923.63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1923.63 </a>.</div> </div><br><br>'}