Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
γεροῖα
γεροίταν
γερονταγωγέω
γεροντάριον
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντία
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
γεροντοκομεῖον
γεροντοκομικά
γεροντομανία
View word page
γεροντία
γεροντ-ία, , Lacon.,
A). = γερουσία , X. Lac. 10.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεροντία
Headword (normalized):
γεροντία
Headword (normalized/stripped):
γεροντια
IDX:
21992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεροντ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Lacon., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γερουσία</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg010:10:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg010:10.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lac.</span> 10.1 </a>.</div> </div><br><br>'}