Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
γεροῖα
γεροίταν
γερονταγωγέω
γεροντάριον
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντία
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντοειδής
View word page
γεροντεία
γεροντ-εία, ,
A). membership of a γερουσία, OGI 534 (Ephesus).


ShortDef

membership of a γερουσία

Debugging

Headword:
γεροντεία
Headword (normalized):
γεροντεία
Headword (normalized/stripped):
γεροντεια
IDX:
21989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεροντ-εία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">membership of a</span> <span class="foreign greek">γερουσία</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 534 </span> (Ephesus).</div> </div><br><br>'}