Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
γεροῖα
γεροίταν
γερονταγωγέω
γεροντάριον
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντία
γεροντίας
γεροντιάω
γεροντικός
γερόντιον
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
View word page
γεροντάριον
γεροντ-άριον, τό,
A). = γερόντιον , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεροντάριον
Headword (normalized):
γεροντάριον
Headword (normalized/stripped):
γερονταριον
IDX:
21988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεροντ-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γερόντιον</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}