Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
γεροῖα
γεροίταν
γερονταγωγέω
γεροντάριον
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντία
γεροντίας
γεροντιάω
View word page
γεροάκται
γεροάκται· δήμαρχοι ( Lacon.), Hsch. (for γερω’ιακταί,
A). = γερουσιασταί ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεροάκται
Headword (normalized):
γεροάκται
Headword (normalized/stripped):
γεροακται
IDX:
21984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεροάκται·</span> <span class="foreign greek">δήμαρχοι</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (for <span class="foreign greek">γερω’ιακταί,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γερουσιασταί</span> ).</div> </div><br><br>'}