Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
γεροῖα
γεροίταν
γερονταγωγέω
γεροντάριον
γεροντεία
γερόντειος
γεροντεύω
γεροντία
γεροντίας
View word page
γερθυρέον
γερθυρέον·
ἱλαρόν
,
Hsch.
γέρινθοι·
ἐρέβινθοι
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γερθυρέον
Headword (normalized):
γερθυρέον
Headword (normalized/stripped):
γερθυρεον
IDX:
21983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21984
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερθυρέον·</span> <span class="foreign greek">ἱλαρόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γέρινθοι·</span> <span class="foreign greek">ἐρέβινθοι</span>, Id.</div><br><br>'}