Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γερασφόρος
γεράτης
γεργαθός
γέργερα
γεργέριμος
γεργέρινος
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
γεροῖα
γεροίταν
γερονταγωγέω
View word page
γερδοποιόν
γερδοποιόν, τό, =
A). textrinum, Gloss.


ShortDef

textrinum

Debugging

Headword:
γερδοποιόν
Headword (normalized):
γερδοποιόν
Headword (normalized/stripped):
γερδοποιον
IDX:
21977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερδοποιόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">textrinum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}