Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γεραστός
γερασφόρος
γεράτης
γεργαθός
γέργερα
γεργέριμος
γεργέρινος
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
γεροῖα
γεροίταν
View word page
γερδιών
γερδιών
,
ῶνος
,
ὁ
,
A).
weaving-shed,
PFlor.
50.70
(iii A. D.).
ShortDef
weaving-shed
Debugging
Headword:
γερδιών
Headword (normalized):
γερδιών
Headword (normalized/stripped):
γερδιων
IDX:
21976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21977
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερδιών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weaving-shed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFlor.</span> 50.70 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}