Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γεράτης
γεργαθός
γέργερα
γεργέριμος
γεργέρινος
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
γεροάκται
View word page
γερδιοραβδιστής
γερδιοραβδιστής, ,
A). worker who beat the web in a weaving-shed, PTeb. 305.5 (ii A. D.).


ShortDef

worker who beat the web

Debugging

Headword:
γερδιοραβδιστής
Headword (normalized):
γερδιοραβδιστής
Headword (normalized/stripped):
γερδιοραβδιστης
IDX:
21974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερδιοραβδιστής</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">worker who beat the web</span> in a weaving-shed, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 305.5 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}